- κτητορικός
- -ή, -ό (Μ κτητορικός, -ή, -όν) [κτήτωρ]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κτήτορα («τὸ δὲ νῡν βασιλικὸν ἀρίστευμα καινίσει μὲν καὶ τὸ πάλαι κτητορικὸν ὄνομα», Ευστ.)2. αυτός που προέρχεται από τον κτήτορα (α. «κτητορική μονή» — η μονή που έχει ιδρυθεί από κληρικό ή ιδιώτη, ο οποίος εξασφαλίζει και τα αναγκαία μέσα για τη συντήρησή της καθώς και για τη συντήρηση τών μοναχών της, και η οποία βρίσκεται υπό τη δικαιοδοσία τού επισκόπου τής περιοχήςβ. «κτητορικός ναός» — ο ιδιόκτητος ναός που ιδρύεται από κάποιο φυσικό πρόσωπο με άδεια τού μητροπολίτη και προορίζεται αποκλειστικά για εξυπηρέτηση τών θρησκευτικών αναγκών τού ίδιου και τής οικογένειάς τουγ. «κτητορικό τυπικό» — το τυπικό που περιέχει τις διατάξεις στις οποίες διατυπώνονται οι θελήσεις τού κτήτορα ναού ή μονής που έχουν σχέση με τη λειτουργία τού ιδρύματοςδ. «κτητορικό δίκαιο» — το δίκαιο που ρυθμίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τού κτήτορα ναού ή μοναστηριούνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το κτητορικότο βιβλίο που περιλαμβάνει τα σχετικά με την ίδρυση ναού ή μοναστηριού ή άλλου ιδρύματος.
Dictionary of Greek. 2013.